Σε ρυθμό τζαζ το φολκλόρ φόρεμα (Viva Mexico!) τώρα αλλιώς αγκαλιάζει το σώμα. Χύνεται στο σαξόφωνο ανεμοδαίρνεται υποκλίνεται στης πόλης τον ήχο σημαία ταυτότητας έπαρση τώρα στων μπαρ τον ύμνο.
Ένα σακάκι (το καλό) απ' το παζάρι του χωριού φόρεσε πόλης καγχασμό.
Κι ένα παντελόνι (ακριβοπληρωμένο) από το «Νεωτερισμών» της πόλης πρόβαρε πρωτεύουσας χλεύη.
Eσώρουχα μούσκεμα (μινεύρα) φόδρα από κουστούμι το σώμα στραγγίζει ανέλιξη.
Kαρύδι κολάρου –σύριζα στην τσάκιση ακριβώς– ξεροκαταπίνει βίωμα ιθαγένειας.
(κοινωνιολογική μπουγάδα ζητώ, έλλα δα, σε κιτρινίλες η διαφορά· μα εσύ φουστανέλες λευκαίνεις κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις τσάμικο κοινότητας τσαμπουνάς.)
Ακροπατείς στα όρια συνόρου σε πορεία, βαρίδιο η τροχιά νάρκη η ισορροπία.
Εκεί που πατήθηκε ζωή, ίχνος ποιήματος πώς; Εκεί που θάφτηκε εαυτός, εξουσία ποιά; Εκεί που διέσχισε o άλλος, γόπα γιατί;
Ρωτάς για το ελάχιστο –πώς αυτό το κάποτε μεγαλύτερο από μικρό, τώρα μικρότερο;
Φθαρμένα αποσιωπητικά σε μικροσκόπια –πόσες εκτελέσεις ανά καθημερινό γραμμάριο; Ζυγίζεις υγρασίες ζωής αυτές τις αντίστροφες γαργάρες –δάκρυα ή ιδρώτας λένε όσοι δεν γνωρίζουν μούχλα φίμωτρου.
Αναπνέεις, λες, εκεί που δεν είναι αρχή δεν είναι ράχη δεν είναι χάρη εκεί που είναι χείρα παραπεταμένης ιστορίας σάρκα και οστά ακριβώς εκεί που το αγκιστρωτό απογειώνει την φάλαγγα την ονυχοφόρο εκεί που πίεση αφή το μείζον πολύγωνο αρθρώνει περιφρονημένο άρθρο όπως ακριβώς η τριβή ανορθώνει άρθρωση στον καρπιαίο σωλήνα σε κλείδωση κλειδί εκεί ένα κεφάλαιο καταφέρνεις λές εκεί ακριβώς που φαγώνεται μια ζωή.